kabano
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kabano | kabanoj |
αιτιατική | kabanon | kabanojn |
kabano (eo)
- η καλύβα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kabano | kabanoj |
αιτιατική | kabanon | kabanojn |
kabano (eo)