kaco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- kaco < ιταλικά cazzo
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kaco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kaco | kacoj |
αιτιατική | kacon | kacojn |
- η πούτσα