kadr

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

kadr (pl) αρσενικό

  • (φωτογραφία, κινηματογράφος) το κάδρο