kanalo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kanalo | kanaloj |
αιτιατική | kanalon | kanalojn |
kanalo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kanalo | kanaloj |
αιτιατική | kanalon | kanalojn |
kanalo (eo)