kanapa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kanapa | kanapy |
γενική | kanapy | kanap |
δοτική | kanapie | kanapom |
αιτιατική | kanapę | kanapy |
οργανική | kanapą | kanapami |
τοπική | kanapie | kanapach |
κλητική | kanapo | kanapy |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kanapa (pl) θηλυκό
- ο καναπές