kantino
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- kantino < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kantino | kantinoj |
αιτιατική | kantinon | kantinojn |
kantino (eo)
- η καντίνα, το εστιατόριο