kapelo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kapelo | kapeloj |
αιτιατική | kapelon | kapelojn |
kapelo (eo)
- το παρεκκλήσι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kapelo | kapeloj |
αιτιατική | kapelon | kapelojn |
kapelo (eo)