kapitano
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kapitano | kapitanoj |
αιτιατική | kapitanon | kapitanojn |
kapitano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kapitano | kapitanoj |
αιτιατική | kapitanon | kapitanojn |
kapitano (eo)