kapusta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kapusta (pl) αρσενικό
- (φυτό) το λάχανο
- συνηθισμένο φαγητό από μαγειρευμένο λάχανο
- (μεταφορικά) τα λεφτά
- (μεταφορικά) ο χαφιές
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Σλοβακικά (sk)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kapusta (sk) θηλυκό