karalamak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

karalamak < kara + -la

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɑ.ɾɑ.ɫɑˈmɑk/

Ρήμα[επεξεργασία]

karalamak (tr)

  1. διαγράφω με πλάγια γραμμή (εσφαλμένη, ή μη ενεργή) λέξη που έγραψα με πένα, στυλό ή μαρκαδόρο, τραβώ τυχαία γραμμή πάνω σε εσφαλμένη ή άκυρη πια λέξη
  2. γράφω τυχαία ή απρόσεκτα
  3. (μεταφορικά) δυσφημίζω, δυσφημώ