karaté
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Από τα ιαπωνικά kara, άδειο, και te χέρι.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]karaté (fr) αρσενικό άκλιτο
Από τα ιαπωνικά kara, άδειο, και te χέρι.
karaté (fr) αρσενικό άκλιτο