kardelo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kardelo | kardeloj |
αιτιατική | kardelon | kardelojn |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- kardelo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kardelo (eo)