Μετάβαση στο περιεχόμενο

karpuz

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
karpuz < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική قارپوز (karpuz) < περσική خربزه (xarboze, πεπόνι) περισσότερα στο καρπούζι
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: καρπούζι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

karpuz (tr)