Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Ειδικές σελίδες
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Πολωνικά
(pl)
Εναλλαγή Πολωνικά
(pl)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Συγγενικά
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
kartofel
22 γλώσσες
Čeština
Deutsch
English
Eesti
Euskara
Français
Frysk
Hrvatski
Magyar
Ido
한국어
Kurdî
Lietuvių
Malagasy
Nederlands
Polski
Русский
Sängö
Srpskohrvatski / српскохрватски
Svenska
Türkçe
中文
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Πολωνικά
(pl)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
kartofel
<
γερμανική
Kartoffel
Προφορά
[
επεξεργασία
]
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
kartofel
(pl)
αρσενικό
η
πατάτα
Συνώνυμα
[
επεξεργασία
]
ziemniak
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
kartofelek
kartofelkowaty
kartoflanka
kartoflany
kartoflisko
Κατηγορίες
:
Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (πολωνικά)
Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
Πολωνική γλώσσα
Ουσιαστικά (πολωνικά)
Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
Κρυμμένη κατηγορία:
Pages using the Phonos extension
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
kartofel
22 γλώσσες
Προσθήκη θέματος