kateno
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kateno | katenoj |
αιτιατική | katenon | katenojn |
kateno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kateno | katenoj |
αιτιατική | katenon | katenojn |
kateno (eo)