katino
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | katino | katinoj |
αιτιατική | katinon | katinojn |
katino (eo)
- η θηλυκή γάτα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | katino | katinoj |
αιτιατική | katinon | katinojn |
katino (eo)