Μετάβαση στο περιεχόμενο

keep

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας keep
γ΄ ενικό ενεστώτα keeps
αόριστος kept
παθητική μετοχή kept
ενεργητική μετοχή keeping
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

keep (en)

  1. (μεταβατικό) κρατώ, φυλάω, συνεχίζω να έχω κάτι και δεν το επιστρέφω ούτε το πετάω
      Did you keep the letters you got?
    Κράτησες τα γράμματα που πήρες;
      Keep the change!
    Κράτα τα ρέστα!
      His wife kept his first poems.
    Η γυναίκα του φύλαξε τα πρώτα του ποιήματα.
  2. (μεταβατικό, keep + κάτι + επίρρημα/πρόθεση) κρατώ, φυλάω, διατηρώ, βάζω κάτι σε ένα συγκεκριμένο μέρος για να το αποταμιεύσω ή να το προστατέψω
      Keep my suitcase safe for me while I’m gone.
    Κράτησέ μου τη βαλίτσα όσο λείπω.
      I don’t keep money on me.
    Δεν κρατώ μαζί μου χρήματα.
      Do you keep your ID on you?
    Κρατάς την ταυτότητά σου;
      Keep your savings for a difficult time.
    Φύλαξε τις οικονομίες σου για μια δύσκολη ώρα.
      Keep it in a cool place.
    Διατηρήστε το σε δροσερό μέρος.
      He kept all his money in government bonds.
    Έβαλε όλα τα λεφτά του σε κρατικά ομόλογα.
  3. (μεταβατικό, ειδικά βρετανική σημασία) κρατώ, φυλάω κάτι για κάποιον
      I will keep your seat for you./I will keep you a seat.
    Θα σου κρατήσω τη θέση.
      Will you keep my suitcase for me while I’m away?
    Θα μου φυλάξετε τη βαλίτσα όσο λείπω;
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) κρατώ, διατηρώ κάτι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή θέση
      Keep your hands in your pockets.
    Κράτησε τα χέρια σου στις τσέπες σου.
      Keep the fire burning.
    Κράτησε τη φωτιά αναμμένη.
      I do exercises to keep fit.
    Κάνω ασκήσεις για να διατηρηθώ υγιής.
      Prices are keeping steady.
    Οι τιμές διατηρούνται σταθερές.
      Both sides agreed to a detailed plan for keeping the peace.
    Και οι δύο πλευρές συμφώνησαν σε ένα λεπτομερές σχέδιο για τη διατήρηση της ειρήνης.
      Sorry to keep you waiting.
    Συγγνώμη που σας άφησα να περιμένετε.
  5. (αμετάβατο) συνεχίζω, διαρκώς, συνεχώς
      Keep eating!
    Συνέχισε να τρως!
      The little dog kept barking.
    Το σκυλάκι συνέχισε να γαβγίζει.
      Athens keeps growing.
    Η Αθήνα διαρκώς μεγαλώνει.
      Our expenses/debts keep climbing.
    Τα έξοδά μας/χρέη μας ανεβαίνουν συνεχώς.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη continue
  6. (μεταβατικό) κρατώ ένα μυστικό, το γνωρίζω αλλά δεν το ανακοινώνω
      She can’t keep anything (secret) from her friends.
    Δεν μπορεί να κρατήσει τίποτα από τις φίλες της.
  7. (μεταβατικό) κρατώ, τηρώ, κάνω αυτό που έχω υποσχεθεί να κάνω
      I’m keeping my promise.
    Κρατώ υπόσχεσή μου.
      She kept her word.
    Κράτησε το λόγο της.
      He always keeps his word.
    Τηρεί πάντα το λόγο του.
      Promises were not kept.
    Οι υποσχέσεις δεν τηρήθηκαν.
  8. (μεταβατικό) κρατώ, καταγράφω κάτι
      I keep minutes/a diary.
    Κρατώ πρακτικά/ημερολόγιο.
  9. (μεταβατικό) έχω, τρέφω ζώα
      He keeps hens/bees/pigs.
    Έχει (τρέφει) κότες/μελίσσια/γουρούνια.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]