keep
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | keep |
γ΄ ενικό ενεστώτα | keeps |
αόριστος | kept |
παθητική μετοχή | kept |
ενεργητική μετοχή | keeping |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα[επεξεργασία]
keep (en)
- κρατώ
- συνεχίζω, διαρκώς
- ↪ Keep eating!
- Συνέχισε να τρως!
- ↪ Athens keeps growing.
- Η Αθήνα διαρκώς μεγαλώνει.
- ≈ συνώνυμα: keep up, keep on, keep going, continue
- ↪ Keep eating!