keep track
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
ενεστώτας | keep track |
γ΄ ενικό ενεστώτα | keeps track |
αόριστος | kept track |
παθητική μετοχή | kept track |
ενεργητική μετοχή | keeping track |
keep track (en)
- παρακολουθώ (κάτι για να είμαι ενήμερος)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- keep track - Cambridge Dictionary online