keep up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | keep up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | keeps up |
αόριστος | kept up |
παθητική μετοχή | kept up |
ενεργητική μετοχή | keeping up |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
keep up (en)
- (μεταβατικό) ξενυχτάω, ξενυχτώ, αποτρέπω κάποιον να πάει για ύπνο
- ↪ The baby kept me up with its crying.
- Με ξενύχτησε το μωρό με το κλάμα του.
- ↪ The baby kept me up with its crying.
- (μεταβατικό) συνεχίζω