Μετάβαση στο περιεχόμενο

keepsake

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
keepsake keepsakes

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
keepsake < keep + sake

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkiːp.seɪk/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

keepsake (en)