Μετάβαση στο περιεχόμενο

kefir

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kefir (it)

  1. (γαστρονομία) είδος τυριού

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kefir (pl) αρσενικό

  1. το κεφίρ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /cɛˈfiɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: kefir

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kefir (tr)