Μετάβαση στο περιεχόμενο

kelo

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
kelo < kel + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kelokeloj
αιτιατική kelonkelojn

kelo (eo)

la kelo estas tre granda kaj seka, το υπόγειο είναι πολύ μεγάλο και δεν έχει υγρασία