kerk
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kerk (nl) θηλυκό
- (χριστιανισμός) η εκκλησία ως ναός
- Ik ga elke zondag naar de kerk.
- Πηγαίνω στην εκκλησία κάθε Κυριακή.
- Ik ga elke zondag naar de kerk.
- (χριστιανισμός) η εκκλησία ως οργάνωση
- Katholieke kerk, orthodoxe kerk
- καθολική εκκλησία, ορθόδοξη εκκλησία
- Katholieke kerk, orthodoxe kerk