kermesse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Από το ολλανδικό kerkmisse, λειτουργία (εκκλησίας).
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
kermesse | kermesses |
kermesse (fr) θηλυκό
- γιορτή που γίνεται στο ύπαιθρο, πανηγύρι
- A la fin de l'année scolaire, les écoles organisent habituellement une kermesse. Στο τέλος της σχολικής χρονιάς, τα σχολεία συνηθίζουν να οργανώνουν ένα πανηγύρι.