keyboardist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία](μουσική)
ενικός αριθμός: keyboardist (en)
πληθυντικός αριθμός: keyboardists (en)
- ο αρμονιστής, η αρμονίστρια
- ο πληκτράς, η πληκτρού
- ο κιμπορντίστας, η κιμπορντίστρια
- ο κιμπορντάς, η κιμπορντού