keypad

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
keypad < key + pad

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

keypad (en)

  • (τεχνολογία) πληκτρολογίδιο, μικρό πληκτρολόγιο για ειδική χρήση[1]
    ※  Each key on the keypad is essentially a switch that connects a row wire to a column wire. When a key is pressed, it makes an electrical connection between the row and column.[2]
    «Κάθε πλήκτρο στο πληκτρολογίδιο είναι ουσιαστικά ένας διακόπτης που συνδέει ένα καλώδιο σειράς με ένα καλώδιο στήλης. Όταν πατηθεί ένα πλήκτρο, κάνει μια ηλεκτρική σύνδεση μεταξύ της γραμμής και της στήλης.»

Υπερώνυμα

[επεξεργασία]

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • keypad στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. από αναζήτηση «keypad» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
  2. (αγγλικά) Hex Keypad Explanation, σελ. 1. Προσπέλαση 2020-05-08