kialo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kialo | kialoj |
αιτιατική | kialon | kialojn |
kialo (eo)
- por diversaj kialoj - για διάφορους λόγους