Μετάβαση στο περιεχόμενο

kidnapper

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
kidnapper kidnappers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
kidnapper < kidnap + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kidnapper (en)

  • ο/η απαγωγέας
      The kidnappers drugged the victim to transport them.
    Οι απαγωγείς νάρκωσαν το θύμα για να το μεταφέρουν.



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kid.na.pe/

kidnapper (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]