kierowca
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- kierowca < kierować
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kierowca (pl) αρσενικό
- ο οδηγός (οχήματος)
kierowca (pl) αρσενικό