kilter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kilter (en)
- σε καλή φόρμα, σε καλή κατάσταση, άλλη μορφή του kelter
kilter (en)