kingmaker
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
kingmaker | kingmakers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- kingmaker < king (βασιλιάς) + maker (δημιουργός)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kingmaker (en)
- πολιτική δύναμη που καθορίζει ή προωθεί έναν μονάρχη
- (μεταφορικά) πολιτική δύναμη που βοηθά κάποια μεγαλύτερη
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- kingmaker στην αγγλική Βικιπαίδεια