kingmaker

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
kingmaker kingmakers

Ετυμολογία [επεξεργασία]

kingmaker < king (βασιλιάς) + maker (δημιουργός)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkɪŋmeɪkə/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

kingmaker (en)

  1. πολιτική δύναμη που καθορίζει ή προωθεί έναν μονάρχη
  2. (μεταφορικά) πολιτική δύναμη που βοηθά κάποια μεγαλύτερη

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • kingmaker στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια