kipa

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

kipalar

Ετυμολογία [επεξεργασία]

kipa < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή כיפה (kipá) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ciˈpɑ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ki‐pa

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

kipa (tr)

Κλίση[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. kipa - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν