Μετάβαση στο περιεχόμενο

kirsch

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Γερμανική λέξη για το κεράσι.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
kirsch kirschs

kirsch (fr) αρσενικό

  • κιρς : είδος αλκοόλ φτιαγμένο από κεράσια.