kitchenette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Από το αγγλικό kitchen, κουζίνα.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
kitchenette | kitchenettes |
kitchenette (fr) θηλυκό
- μικρή κουζίνα (εξοπλισμένη με τα απολύτως απαραίτητα)