kiwi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kiwi (en)
- (φρούτο) το ακτινίδιο
- (ορνιθολογία) απτέρυξ
- (νόμισμα) το δολάριο της Νέας Ζηλανδίας
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- kiwi < (άμεσο δάνειο) αγγλική kiwi < νεοζηλανδικής καταγωγής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
kiwi | kiwis |
kiwi (fr) αρσενικό
- (φρούτο) το ακτινίδιο
- (ορνιθολογία) απτέρυξ