Μετάβαση στο περιεχόμενο

klarigita

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

klarigita (eo)

  • αόριστος της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος klarigi