klaŭno
(Ανακατεύθυνση από klauxno)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | klaŭno | klaŭnoj |
αιτιατική | klaŭnon | klaŭnojn |
klaŭno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | klaŭno | klaŭnoj |
αιτιατική | klaŭnon | klaŭnojn |
klaŭno (eo)