kleiner

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

kleiner (de)

  1. (κλίση χωρίς άρθρο)
    1. ονομαστική ενικού, αρσενικού γένους του klein
    2. γενική και δοτική ενικού, θηλυκού γένους του klein
    3. γενική πληθυντικού, αρσενικού, θηλυκού ή ουδέτερου γένους του klein
  2. (με αόριστο άρθρο) ονομαστική ενικού, αρσενικού γένους του klein