knee
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
knee (en)
- το γόνατο
[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
knee (en)
- (μεταβατικό) χτυπώ κάτι με το γόνατο