Μετάβαση στο περιεχόμενο

knee

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
knee knees

knee (en)

  • (ανατομία) το γόνατο
      He fell and hurt his knee.
    Έπεσε και χτύπησε το γόνατο του.
      I won’t give it to him even if he asks for it on bent knees!
    Δεν θα του το δώσω μακάρι να το ζητήσει γονατιστός!
      He is meditating on his knees and with his eyes closed.
    Διαλογίζεται γονατιστός και με κλειστά μάτια.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

knee (en)