knock-out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
knock-out (fr) αρσενικό άκλιτο
- το νοκ-άουτ
Επίθετο[επεξεργασία]
knock-out (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- αναίσθητος, νοκ-άουτ
- (βιολογία) του οποίου ένα γονίδιο έχει αδρανοποιηθεί για να μελετηθεί