knock down
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | knock down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | knocks down |
αόριστος | knocked down |
παθητική μετοχή | knocked down |
ενεργητική μετοχή | knocking down |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
knock down (en)
- (μεταβατικό) χτυπάω, ξαπλώνω, ρίχνω κάτω, ρίχνω κάποιον στο έδαφος με δυνατό χτύπημα
- (μεταβατικό) γκρεμίζω, ρίχνω, καταστρέφω ένα κτίριο
Πηγές[επεξεργασία]
- knock down - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 191, 598, 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: γκρεμίζω, ξαπλώνω, ρίχνω