knot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
knot | knots |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
knot (en)
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
knot (pl) αρσενικό
- το φιτίλι