kołderka
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kołderka | kołderki |
γενική | kołderki | kołderek |
δοτική | kołderce | kołderkom |
αιτιατική | kołderkę | kołderki |
οργανική | kołderką | kołderkami |
τοπική | kołderce | kołderkach |
κλητική | kołderko | kołderki |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]kołderka < kołdra
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kołderka (pl) θηλυκό
- το παπλωματάκι