Μετάβαση στο περιεχόμενο

kołderka

Από Βικιλεξικό
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kołderka kołderki
γενική kołderki kołderek
δοτική kołderce kołderkom
αιτιατική kołderkę kołderki
οργανική kołderką kołderkami
τοπική kołderce kołderkach
κλητική kołderko kołderki

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

kołderka < kołdra

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kołderka (pl) θηλυκό