kocyk
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
kocyk (pl) < υποκοριστικό της λέξης koc (pl)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kocyk (pl) αρσενικό
- μικρή κουβέρτα, η κουβερτούλα
kocyk (pl) < υποκοριστικό της λέξης koc (pl)
kocyk (pl) αρσενικό