kodo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

kodo < kod- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kodo kodoj
αιτιατική kodon kodojn

kodo (eo)

  1. ο κωδικός
    jen estas via kodo - ορίστε ο κωδικός σας
  2. ο κώδικας
  3. (πληροφορική) ο κώδικας ενός λογισμικού
    libere disvastigata kodo - κώδικας που μοιράζεται ελεύθερα