koincido
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- koincido < αγγλική coincidence, γαλλική coïncidence
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | koincido | koincidoj |
αιτιατική | koincidon | koincidojn |
koincido (eo)