kolano
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kolano (pl) ουδέτερο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- na kolanach: στα γόνατα
- robić coś na kolanie: κάνω κάτι στο γόνατο, πρόχειρα