kolano
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kolano (pl) ουδέτερο
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- na kolanach: στα γόνατα
- robić coś na kolanie: κάνω κάτι στο γόνατο, πρόχειρα
kolano (pl) ουδέτερο