Μετάβαση στο περιεχόμενο

koleżanka

Από Βικιλεξικό
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική koleżanka koleżanki
γενική koleżanki koleżanek
δοτική koleżance koleżankom
αιτιατική koleżan koleżanki
οργανική koleżan koleżankami
τοπική koleżance koleżankach
κλητική koleżanko koleżanki

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
koleżanka < θηλυκό του kolega

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

koleżanka (pl) θηλυκό

  • θηλυκό του kolega: η συνάδελφος, η συμπαίκτρια, η συμφοιτήτρια, η φίλη, η φιλενάδα