kolega
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kolega (pl) αρσενικό
- κάποιος με τον οποίο βρίσκεσαι στην ίδια ομάδα ή χώρο ή διατηρείς φιλική σχέση: συνάδελφος, συμφοιτητής, συμπαίκτης, φίλος