Μετάβαση στο περιεχόμενο

kolekti

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
kolekti < kolekt- + -i

Προφορά

[επεξεργασία]
 
ρήμα kolekti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας kolektas kolektanta kolektata
αόριστος kolektis kolektinta kolektita
μέλλοντας kolektos kolektonta kolektota
υποθετική kolektus - -
προστακτική kolektu - -

kolekti (eo)

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

kolekti (io)